χαρτοβασίλειο

χαρτοβασίλειο
το, Ν
1. γραφειοκρατία
2. κράτος με γραφειοκρατική διοίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βασίλειο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοβασίλειον, μαρτυρείται από το 1885 στον Γ. Π. Κρέμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χαρτοβασίλειο — το το γραφειοκρατικό κράτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”